- επαγχάζομαι
- ἐπαγχάζομαι (Α)(μόνο στον αόρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαγχάσασθεἐπαναχωρήσατε».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαγχάσασθε — ἐπαγχάζομαι aor imperat mp 2nd pl ἐπαγχάζομαι aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)